σεισμόμετρο(ν)

σεισμόμετρο(ν)
το сейсмометр

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σεισμόμετρο(ν)" в других словарях:

  • σεισμόμετρο — το, Ν όργανο, ανάλογο με τον σεισμογράφο, με το οποίο γίνεται αυτόματη καταγραφή και μέτρηση τών κινήσεων τού εδάφους οι οποίες προκαλούνται από φυσικές ή ανθρωπογενείς διαταράξεις τού φλοιού τής Γης, όπως είναι λ.χ. οι σεισμοί και οι εκρήξεις.… …   Dictionary of Greek

  • σεισμόμετρο — το όργανο που καταγράφει την ένταση και τη διάρκεια των σεισμικών δονήσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γεωδυναμικό ή Σεισμολογικό Ινστιτούτο Αστεροσκοπείου Αθηνών — Επιστημονικό ινστιτούτο το οποίο ιδρύθηκε το 1893 με την ονομασία Σεισμολογική Υπηρεσία. Απέκτησε τον πρώτο του σεισμογράφο το 1898 και τον αντικατέστησε με ένα αξιόπιστο οριζόντιο σεισμόμετρο δύο συνιστωσών μόλις το 1910. Δεύτερο οριζόντιο… …   Dictionary of Greek

  • σεισμομετρικός — ή, ό, Ν [σεισμόμετρο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σεισμομετρία ή στο σεισμόμετρο …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»